- ἀπηγορήσομαι
- ἀπηγορέομαιdefend oneselfaor subj mp 1st sg (epic)ἀπηγορέομαιdefend oneselffut ind mp 1st sgἀ̱πηγορήσομαι , ἀπηγορέομαιdefend oneselffutperf ind mp 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.